- εικαιομυθία
- εἰκαιομυθία, η (Α)η εικαιολογία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εἰκαιομυθία — εἰκαιομυθίᾱ , εἰκαιομυθία random talking fem nom/voc/acc dual εἰκαιομυθίᾱ , εἰκαιομυθία random talking fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκαιομυθίας — εἰκαιομυθίᾱς , εἰκαιομυθία random talking fem acc pl εἰκαιομυθίᾱς , εἰκαιομυθία random talking fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκαιομυθίαν — εἰκαιομυθίᾱν , εἰκαιομυθία random talking fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκαιομυθίαις — εἰκαιομυθία random talking fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)